αλήθευση

αλήθευση
η
διαπίστωση του αληθινού: Μπορούμε να κάνουμε και αλήθευση της πράξης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αλήθευση — η (Α ἀλήθευσις) [ἀληθεύω] νεοελλ. μελέτη, εξακρίβωση, διαπίστωση τής αλήθειας, επαλήθευση ΙΙ αρχ. αλήθεια …   Dictionary of Greek

  • ἀληθεύσῃ — ἀληθεύσηι , ἀλήθευσις possession of truth fem dat sg (epic) ἀληθεύω speak truth aor subj mid 2nd sg ἀληθεύω speak truth aor subj act 3rd sg ἀληθεύω speak truth fut ind mid 2nd sg ἀ̱ληθεύσῃ , ἀληθεύω speak truth futperf ind mp 2nd sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αληθεύω — (Α ἀληθεύω) (για πράγματα, καταστάσεις ή γεγονότα) είμαι ή αποδεικνύομαι αληθινός, επαληθεύομαι, πραγματοποιούμαι, επιβεβαιώνομαι νεοελλ. (απροσώπως) αληθεύει είναι αληθές, είναι πραγματικό αρχ. 1. μιλώ, λέω την αλήθεια 2. προλέγω σωστά 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”